συνάρθρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνάρθρωση | οι | συναρθρώσεις |
| γενική | της | συνάρθρωσης* | των | συναρθρώσεων |
| αιτιατική | τη | συνάρθρωση | τις | συναρθρώσεις |
| κλητική | συνάρθρωση | συναρθρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συναρθρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνάρθρωση < (ελληνιστική κοινή) συνάρθρωσις < συναρθρόω < ἄρθρον (3. (σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) coarticulation)
Ουσιαστικό
συνάρθρωση θηλυκό
- σύνδεση με άρθρωση
- (ανατομία) τρόπος σύνδεσης των σκελετικών οστών, που δεν επιτρέπει καμία κίνηση (π.χ. στη λεκάνη ) ή επιτρέπει πολύ περιορισμένες κινήσεις (π.χ. στη σπονδυλική στήλη).[1]
- (γλωσσολογία) άρθρωση ενός φωνήματος με συνδυασμό περισσότερων του ενός Αρθρωτικών σημείων
- Ένα φώνημα διαφοροποιείται όμως, κατά κανόνα, στη φωνητική του πραγμάτωση ανάλογα με το περιβάλλον του, δηλαδή σύμφωνα με τη συνάρθρωσή του με γειτονικά φωνήματα, την κατανομή του τόνου, το ρυθμό της ομιλίας κ.λπ.
Μεταφράσεις
συνάρθρωση
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.