συνάρθρωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνάρθρωσῐς αἱ συναρθρώσεις
      γενική τῆς συναρθρώσεως τῶν συναρθρώσεων
      δοτική τῇ συναρθρώσει ταῖς συναρθρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνάρθρωσῐν τὰς συναρθρώσεις
     κλητική ! συνάρθρωσῐ συναρθρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναρθρώσει
γεν-δοτ τοῖν  συναρθρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνάρθρωσις (ελληνιστική κοινή) < συναρθρῶ (κλίση συναρθρόω < αρχαία ελληνική συναρθροῦμαι < σύναρθρος) + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + ἄρθρωσις.

Ουσιαστικό

συνάρθρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (ανατομία) συνάρθρωση
  2. (γενικότερα) σύνδεση

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.