συμφόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμφόρηση | οι | συμφορήσεις |
| γενική | της | συμφόρησης* | των | συμφορήσεων |
| αιτιατική | τη | συμφόρηση | τις | συμφορήσεις |
| κλητική | συμφόρηση | συμφορήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συμφορήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμφόρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμφόρη(σις) (το να φέρνεις μαζί σου πράγματα) + -ση[1] < συμφορέω < συμ- + φορέω / φορῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱˈfo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐φό‐ρη‐ση
Ουσιαστικό
συμφόρηση θηλυκό
- (ιατρική) η μεγάλη και απότομη συγκέντρωση αίματος σε κάποιο όργανο
- ↪ έπαθε συμφόρηση, του 'ρθε ταμπλάς κι έπεσε ξερός
- (γενικότερα) συγκέντρωση πολλών αντικειμένων, ανθρώπων με αρνητικό αποτέλεσμα για τη μετακίνηση
- ↪ κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα κάθε πρωί στους δρόμους
- ≠ αντώνυμα: αποσυμφόρηση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συμφόρηση
- συμφόρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.