συμφόρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμφόρηση οι συμφορήσεις
      γενική της συμφόρησης* των συμφορήσεων
    αιτιατική τη συμφόρηση τις συμφορήσεις
     κλητική συμφόρηση συμφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμφόρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμφόρη(σις) (το να φέρνεις μαζί σου πράγματα) + -ση[1] < συμφορέω < συμ- + φορέω / φορῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱˈfo.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμφόρηση

Ουσιαστικό

συμφόρηση θηλυκό

  1. (ιατρική) η μεγάλη και απότομη συγκέντρωση αίματος σε κάποιο όργανο
    έπαθε συμφόρηση, του 'ρθε ταμπλάς κι έπεσε ξερός
  2. (γενικότερα) συγκέντρωση πολλών αντικειμένων, ανθρώπων με αρνητικό αποτέλεσμα για τη μετακίνηση
    κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα κάθε πρωί στους δρόμους
     αντώνυμα: αποσυμφόρηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.