αποσυμφόρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσυμφόρηση οι αποσυμφορήσεις
      γενική της αποσυμφόρησης* των αποσυμφορήσεων
    αιτιατική την αποσυμφόρηση τις αποσυμφορήσεις
     κλητική αποσυμφόρηση αποσυμφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυμφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσυμφόρηση < απο- + συμφόρηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική decongestion)

Ουσιαστικό

αποσυμφόρηση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.