αποσυμφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσυμφορώ < αποσυμφόρηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongestionner)
Ρήμα
αποσυμφορώ (παθητική φωνή: αποσυμφορούμαι)
- μειώνω ή εξαλείφω το στρίμωγμα ή τον συνωστισμό, περιορίζοντας τα πράγματα, πρόσωπα ή οχήματα που υπάρχουν ή κινούνται σε κάποιο χώρο
- ξεβουλώνω το αναπνευστικό σύστημα, το απελευθερώνω από τις εκκρίσεις ή οτιδήποτε άλλο εμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση του αέρα
- μειώνω τις εργασίες που πρέπει να διεκπεραιωθούν από κάποια υπηρεσία, διευκολύνοντας το έργο της
Συγγενικά
- αποσυμφορημένος
- αποσυμφόρηση
- αποσυμφορητικά
- αποσυμφορητικός
- αποσυμφορητικώς
- → δείτε τις λέξεις από, συν και φέρω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσυμφορώ | αποσυμφορούσα | θα αποσυμφορώ | να αποσυμφορώ | αποσυμφορώντας | |
| β' ενικ. | αποσυμφορείς | αποσυμφορούσες | θα αποσυμφορείς | να αποσυμφορείς | ||
| γ' ενικ. | αποσυμφορεί | αποσυμφορούσε | θα αποσυμφορεί | να αποσυμφορεί | ||
| α' πληθ. | αποσυμφορούμε | αποσυμφορούσαμε | θα αποσυμφορούμε | να αποσυμφορούμε | ||
| β' πληθ. | αποσυμφορείτε | αποσυμφορούσατε | θα αποσυμφορείτε | να αποσυμφορείτε | αποσυμφορείτε | |
| γ' πληθ. | αποσυμφορούν(ε) | αποσυμφορούσαν(ε) | θα αποσυμφορούν(ε) | να αποσυμφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσυμφόρησα | θα αποσυμφορήσω | να αποσυμφορήσω | αποσυμφορήσει | ||
| β' ενικ. | αποσυμφόρησες | θα αποσυμφορήσεις | να αποσυμφορήσεις | αποσυμφόρησε | ||
| γ' ενικ. | αποσυμφόρησε | θα αποσυμφορήσει | να αποσυμφορήσει | |||
| α' πληθ. | αποσυμφορήσαμε | θα αποσυμφορήσουμε | να αποσυμφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποσυμφορήσατε | θα αποσυμφορήσετε | να αποσυμφορήσετε | αποσυμφορήστε | ||
| γ' πληθ. | αποσυμφόρησαν αποσυμφορήσαν(ε) |
θα αποσυμφορήσουν(ε) | να αποσυμφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσυμφορήσει | είχα αποσυμφορήσει | θα έχω αποσυμφορήσει | να έχω αποσυμφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσυμφορήσει | είχες αποσυμφορήσει | θα έχεις αποσυμφορήσει | να έχεις αποσυμφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσυμφορήσει | είχε αποσυμφορήσει | θα έχει αποσυμφορήσει | να έχει αποσυμφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσυμφορήσει | είχαμε αποσυμφορήσει | θα έχουμε αποσυμφορήσει | να έχουμε αποσυμφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσυμφορήσει | είχατε αποσυμφορήσει | θα έχετε αποσυμφορήσει | να έχετε αποσυμφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσυμφορήσει | είχαν αποσυμφορήσει | θα έχουν αποσυμφορήσει | να έχουν αποσυμφορήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσυμφορούμαι | αποσυμφορούμουν | θα αποσυμφορούμαι | να αποσυμφορούμαι | αποσυμφορούμενος | |
| β' ενικ. | αποσυμφορείσαι | αποσυμφορούσουν | θα αποσυμφορείσαι | να αποσυμφορείσαι | ||
| γ' ενικ. | αποσυμφορείται | αποσυμφορούνταν | θα αποσυμφορείται | να αποσυμφορείται | ||
| α' πληθ. | αποσυμφορούμαστε | αποσυμφορούμασταν αποσυμφορούμαστε |
θα αποσυμφορούμαστε | να αποσυμφορούμαστε | ||
| β' πληθ. | αποσυμφορείστε | αποσυμφορούσασταν αποσυμφορούσαστε |
θα αποσυμφορείστε | να αποσυμφορείστε | αποσυμφορείστε | |
| γ' πληθ. | αποσυμφορούνται | αποσυμφορούνταν | θα αποσυμφορούνται | να αποσυμφορούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσυμφορήθηκα | θα αποσυμφορηθώ | να αποσυμφορηθώ | αποσυμφορηθεί | ||
| β' ενικ. | αποσυμφορήθηκες | θα αποσυμφορηθείς | να αποσυμφορηθείς | αποσυμφορήσου | ||
| γ' ενικ. | αποσυμφορήθηκε | θα αποσυμφορηθεί | να αποσυμφορηθεί | |||
| α' πληθ. | αποσυμφορηθήκαμε | θα αποσυμφορηθούμε | να αποσυμφορηθούμε | |||
| β' πληθ. | αποσυμφορηθήκατε | θα αποσυμφορηθείτε | να αποσυμφορηθείτε | αποσυμφορηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποσυμφορήθηκαν αποσυμφορηθήκαν(ε) |
θα αποσυμφορηθούν(ε) | να αποσυμφορηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποσυμφορηθεί | είχα αποσυμφορηθεί | θα έχω αποσυμφορηθεί | να έχω αποσυμφορηθεί | αποσυμφορημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποσυμφορηθεί | είχες αποσυμφορηθεί | θα έχεις αποσυμφορηθεί | να έχεις αποσυμφορηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσυμφορηθεί | είχε αποσυμφορηθεί | θα έχει αποσυμφορηθεί | να έχει αποσυμφορηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσυμφορηθεί | είχαμε αποσυμφορηθεί | θα έχουμε αποσυμφορηθεί | να έχουμε αποσυμφορηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσυμφορηθεί | είχατε αποσυμφορηθεί | θα έχετε αποσυμφορηθεί | να έχετε αποσυμφορηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσυμφορηθεί | είχαν αποσυμφορηθεί | θα έχουν αποσυμφορηθεί | να έχουν αποσυμφορηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποσυμφορημένος - είμαστε, είστε, είναι αποσυμφορημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποσυμφορημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποσυμφορημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποσυμφορημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποσυμφορημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποσυμφορημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποσυμφορημένοι | |||||
Μεταφράσεις
αποσυμφορώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.