ασυμπονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασυμπονιά | οι | ασυμπονιές |
| γενική | της | ασυμπονιάς | των | ασυμπονιών |
| αιτιατική | την | ασυμπονιά | τις | ασυμπονιές |
| κλητική | ασυμπονιά | ασυμπονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασυμπονιά < α- + συμπόν(ια) + -ιά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ασυμπονιά
|
|
Αναφορές
- ασυμπονιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασυμπονιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.