ομοπάτριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομοπάτριος | η | ομοπάτρια | το | ομοπάτριο |
| γενική | του | ομοπάτριου | της | ομοπάτριας | του | ομοπάτριου |
| αιτιατική | τον | ομοπάτριο | την | ομοπάτρια | το | ομοπάτριο |
| κλητική | ομοπάτριε | ομοπάτρια | ομοπάτριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομοπάτριοι | οι | ομοπάτριες | τα | ομοπάτρια |
| γενική | των | ομοπάτριων | των | ομοπάτριων | των | ομοπάτριων |
| αιτιατική | τους | ομοπάτριους | τις | ομοπάτριες | τα | ομοπάτρια |
| κλητική | ομοπάτριοι | ομοπάτριες | ομοπάτρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ομοπάτριος , -α , -ο
- ομομήτριος
- ομόαιμος
- ομοαίματος
- ομογάλακτος
- ομογάστριος
Μεταφράσεις
ομοπάτριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.