καταγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταγόμενος | η | καταγόμενη | το | καταγόμενο |
| γενική | του | καταγόμενου | της | καταγόμενης | του | καταγόμενου |
| αιτιατική | τον | καταγόμενο | την | καταγόμενη | το | καταγόμενο |
| κλητική | καταγόμενε | καταγόμενη | καταγόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταγόμενοι | οι | καταγόμενες | τα | καταγόμενα |
| γενική | των | καταγόμενων | των | καταγόμενων | των | καταγόμενων |
| αιτιατική | τους | καταγόμενους | τις | καταγόμενες | τα | καταγόμενα |
| κλητική | καταγόμενοι | καταγόμενες | καταγόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
καταγόμενος αρσενικό
- που κατάγεται από κάποιον τόπο
- ως καταγόμενη από ορεινό χωριό, δεν είχε δει ποτέ της θάλασσα
- τα καταγόμενα από την Αυστραλία δέντρα ήρθαν πρόσφατα στην Ευρώπη
- που κατάγεται από κάποια οικογένεια ή φυλή
- αν και καταγόμενος από εύπορη οικογένεια, δεν κατάφερε να σπουδάσει
- είχαν διάφορα προνόμια, ως καταγόμενοι από βασιλική γενιά
- που αποτελεί εξέλιξη κάποιου πράγματος
- τα κάλαντα είναι έθιμο καταγόμενο από το τις ρωμαϊκές γιορτές των καλενδών
Μεταφράσεις
καταγόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.