συμπατριώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπατριώτης | οι | συμπατριώτες |
| γενική | του | συμπατριώτη | των | συμπατριωτών |
| αιτιατική | τον | συμπατριώτη | τους | συμπατριώτες |
| κλητική | συμπατριώτη | συμπατριώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπατριώτης < ελληνιστική < συν + πατριώτης
Ουσιαστικό
συμπατριώτης αρσενικό
- που είναι από την ίδια χώρα
- (ειδικότερα) που είναι από τον ίδιο τόπο
- ομοεθνής
Συνώνυμα
Συγγενικά
Παράγωγα
- συμπατριωτάκι
Σημειώσεις
- χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε έμμεσα σε κάποιο πρόσωπο ενώ στον ευθύ λόγο χρησιμοποιείται συνήθως το πατριώτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.