delimiter

Αγγλικά (en)

Γραφική απεικόνιση ενός αρχείου κειμένου με μορφή CSV. Τα κόμματα (εμφανίζονται με κόκκινο χρώμα) χρησιμοποιούνται ως οριοθέτες σε τιμές δεδομένων.

Ετυμολογία

delimiter < delimit + -er

Προφορά

ΔΦΑ : /dɪˈlɪmɪtə(ɹ)/

Ουσιαστικό

delimiter (en)

  1. οριοθέτης
  2. (πληροφορική) οριοθέτης, πλήθος ειδικών χαρακτήρων (πχ. (, ), {, }, ", κλπ.) που χρησιμοποιούνται για ομαδοποίηση εντολών, διαχωρισμό δεδομένων, κλπ.

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • delimiter στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.