συλλογίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συλλογίζομαι < αρχαία ελληνική συλλογίζομαι [1] < σύν (συλ-) + λογίζομαι < λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.loˈʝi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λο‐γί‐ζο‐μαι
Ρήμα
συλλογίζομαι, π.αόρ.: συλλογίστηκα, μτχ.π.π.: συλλογισμένος (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
|
σύνθετα του ρήματος:
|
συγγενικά με σημασία «συλλογίζομαι»: |
επίσης δείτε: |
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συλλογίζομαι | συλλογιζόμουν(α) | θα συλλογίζομαι | να συλλογίζομαι | ||
| β' ενικ. | συλλογίζεσαι | συλλογιζόσουν(α) | θα συλλογίζεσαι | να συλλογίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | συλλογίζεται | συλλογιζόταν(ε) | θα συλλογίζεται | να συλλογίζεται | ||
| α' πληθ. | συλλογιζόμαστε | συλλογιζόμαστε συλλογιζόμασταν |
θα συλλογιζόμαστε | να συλλογιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συλλογίζεστε | συλλογιζόσαστε συλλογιζόσασταν |
θα συλλογίζεστε | να συλλογίζεστε | (συλλογίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συλλογίζονται | συλλογίζονταν συλλογιζόντουσαν |
θα συλλογίζονται | να συλλογίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συλλογίστηκα | θα συλλογιστώ | να συλλογιστώ | συλλογιστεί | ||
| β' ενικ. | συλλογίστηκες | θα συλλογιστείς | να συλλογιστείς | συλλογίσου | ||
| γ' ενικ. | συλλογίστηκε | θα συλλογιστεί | να συλλογιστεί | |||
| α' πληθ. | συλλογιστήκαμε | θα συλλογιστούμε | να συλλογιστούμε | |||
| β' πληθ. | συλλογιστήκατε | θα συλλογιστείτε | να συλλογιστείτε | συλλογιστείτε | ||
| γ' πληθ. | συλλογίστηκαν συλλογιστήκαν(ε) |
θα συλλογιστούν(ε) | να συλλογιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συλλογιστεί | είχα συλλογιστεί | θα έχω συλλογιστεί | να έχω συλλογιστεί | συλλογισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συλλογιστεί | είχες συλλογιστεί | θα έχεις συλλογιστεί | να έχεις συλλογιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συλλογιστεί | είχε συλλογιστεί | θα έχει συλλογιστεί | να έχει συλλογιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συλλογιστεί | είχαμε συλλογιστεί | θα έχουμε συλλογιστεί | να έχουμε συλλογιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συλλογιστεί | είχατε συλλογιστεί | θα έχετε συλλογιστεί | να έχετε συλλογιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συλλογιστεί | είχαν συλλογιστεί | θα έχουν συλλογιστεί | να έχουν συλλογιστεί | ||
Μεταφράσεις
συλλογίζομαι
|
- συλλογίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.