προσυλλογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσυλλογισμός οι προσυλλογισμοί
      γενική του προσυλλογισμού των προσυλλογισμών
    αιτιατική τον προσυλλογισμό τους προσυλλογισμούς
     κλητική προσυλλογισμέ προσυλλογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσυλλογισμός < αρχαία ελληνική προσυλλογίζομαι < συλλογίζομαι < λογίζομαι < λόγος

Προφορά

ΔΦΑ : /pro.si.lo.ɣiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσυλλογισμός

Ουσιαστικό

προσυλλογισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.