προσυλλογισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσυλλογισμός | οι | προσυλλογισμοί |
| γενική | του | προσυλλογισμού | των | προσυλλογισμών |
| αιτιατική | τον | προσυλλογισμό | τους | προσυλλογισμούς |
| κλητική | προσυλλογισμέ | προσυλλογισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσυλλογισμός < αρχαία ελληνική προσυλλογίζομαι < συλλογίζομαι < λογίζομαι < λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.si.lo.ɣiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐συλ‐λο‐γι‐σμός
Ουσιαστικό
προσυλλογισμός αρσενικό
- (λογική) συλλογισμός, το συμπέρασμα του οποίου αποτελεί προκείμενη άλλου συλλογισμού
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσυλλογίζομαι, συλλογίζομαι και λόγος
Πηγές
- προσυλλογισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσυλλογισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.