συλλογιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συλλογιέμαι < συλλογ(ίζομαι) + -ιέμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /si.loˈʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλλογιέμαι

Ρήμα

συλλογιέμαι, π.αόρ.: συλλογίστηκα, μτχ.π.π.: συλλογισμένος (αποθετικό ρήμα)

  • συλλογάμαι (τύποι συλλογάσαι, συλλογάται, ...)
  • συλλογούμαι, συλλογιούμαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.