ασυλλογισιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυλλογισιά οι ασυλλογισιές
      γενική της ασυλλογισιάς των ασυλλογισιών
    αιτιατική την ασυλλογισιά τις ασυλλογισιές
     κλητική ασυλλογισιά ασυλλογισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυλλογισιά < ασυλλόγιστος

Ουσιαστικό

ασυλλογισιά θηλυκό

  • αστοχασιά, απερισκεψία
    η ασυλλογισιά μου στο παρελθόν με οδήγησε σε πολλά λάθη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.