θρεμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρεμμένος η θρεμμένη το θρεμμένο
      γενική του θρεμμένου της θρεμμένης του θρεμμένου
    αιτιατική τον θρεμμένο τη θρεμμένη το θρεμμένο
     κλητική θρεμμένε θρεμμένη θρεμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρεμμένοι οι θρεμμένες τα θρεμμένα
      γενική των θρεμμένων των θρεμμένων των θρεμμένων
    αιτιατική τους θρεμμένους τις θρεμμένες τα θρεμμένα
     κλητική θρεμμένοι θρεμμένες θρεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θρεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρέφω και θρέφω

Μετοχή

θρεμμένος, -η, -ο

  1. που τρέφεται καλά και έχει την ανάλογη σωματική διάπλαση
     συνώνυμα: γεμάτος
  2. αναθρεμμένος (με έναν ορισμένο τρόπο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.