ήπαρ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήπαρ τα ήπατα
      γενική του ήπατος των ηπάτων
    αιτιατική το ήπαρ τα ήπατα
     κλητική ήπαρ ήπατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ήπαρ < αρχαία ελληνική ἧπαρ

Ουσιαστικό

ήπαρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) το συκώτι
    το ήπαρ είναι το χημικό εργοστάσιο του σώματος
    ιστολογική εξέταση του ήπατος, κίρρωση του ήπατος

Εκφράσεις

  • μου κόπηκαν τα ήπατα : τρόμαξα πολύ, έμεινα παράλυτος από το φόβο δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
    όταν είδα το λιοντάρι μπροστά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.