ἧπαρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἡπᾰρ- ἡπᾰτ-
ονομαστική τὸ ἧπαρ τὰ ἥπατ
      γενική τοῦ ἥπατος τῶν ἡπάτων
      δοτική τῷ ἥπατ τοῖς ἥπασῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἧπαρ τὰ ἥπατ
     κλητική ! ἧπαρ ἥπατ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἥπατε
γεν-δοτ τοῖν  ἡπάτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἧπαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yókʷr̥. Συγγενή: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hyák νέα ελληνική iecur, σανσκριτική यकृत् (yakṛt), περσική جگر (jegar), παλαιά αρμενική լեարդ (leard) .

Ουσιαστικό

ἧπαρ ουδέτερο

  • (ανατομία) ήπαρ, συκώτι
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, (De affectionibus interioribus), κεφ. 28,@scaife.perseus
    τὸ ἧπαρ παρᾳχρῆμα γίνεται σκληρὸν αὐτέῳ, καὶ οἰδέει, καὶ σφύζει ὑπὸ τῆς ὀδύνης,
    ΣτΕ: Ο Ιπποκράτης αναφέρεται σε μία μορφή ηπατίτιδας.

Συγγενικά

  • ἡπατηρός
  • ἡπατιαῖος
  • ἡπατίας
  • ἡπατίζω
  • ἡπατικός
  • ἡπάτιον
  • ἡπατῖτις
  • ἡπατοειδής
  • ἥπατος
  • ἡπατοσκοπέω
  • ἡπατοσκοπία
  • ἡπατοσκοπικός
  • ἡπατόσκοπος
  • ἡπατουργός
  • ἡπατοφαγέομαι
  • λευκηπατίας, λευχηπατίας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.