συκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκιά οι συκιές
      γενική της συκιάς των συκιών
    αιτιατική τη συκιά τις συκιές
     κλητική συκιά συκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια συκιά με μερικούς καρπούς.

Ετυμολογία

συκιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συκ(ῆ), συνηρημένος τύπος του συκέα + -ιά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συκιά

Ουσιαστικό

συκιά θηλυκό

  • (δέντρο) Ficus carica δέντρο που κατάγεται από την νοτιοδυτική Ασία και την ανατολική μεσογειακή περιοχή· έχει πλατιά τρίλοβα ή πεντάλοβα φύλλα και πρασινοκόκκινους εδώδιμους καρπούς (σύκα)
  • (χυδαίο, μειωτικό) ο ομοφυλόφιλος

Συγγενικά

Η συκαμινιά σχετίζεται παρετυμολογικά.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.