συκέα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σῡκεα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | συκέᾱ > συκῆ | αἱ | συκέαι > συκαῖ | |
| γενική | τῆς | συκέᾱς > συκῆς | τῶν | συκεῶν > συκῶν | |
| δοτική | τῇ | συκέᾳ > συκῇ | ταῖς | συκέαις > συκαῖς | |
| αιτιατική | τὴν | συκέᾱν > συκῆν | τὰς | συκέᾱς > συκᾶς | |
| κλητική ὦ! | συκέᾱ > συκῆ | συκέαι > συκαῖ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συκέᾱ > συκᾶ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | συκέαιν > συκαῖν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'συκέα συκῆ', Κατηγορία 'συκέα' όπως «συκέα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- συκέα < σῦκ(ον) + -έα
Πηγές
- συκέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.