συκέα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῡκεα-
ονομαστική συκέᾱ   > συκ αἱ συκέαι   > συκαῖ
      γενική τῆς συκέᾱς > συκῆς τῶν συκεῶν > συκῶν
      δοτική τῇ συκέ   > συκ ταῖς συκέαις > συκαῖς
    αιτιατική τὴν συκέᾱν > συκῆν τὰς συκέᾱς   > συκᾶς
     κλητική ! συκέᾱ   > συκ συκέαι   > συκαῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συκέᾱ   > συκ
γεν-δοτ τοῖν  συκέαιν   > συκαῖν
1η κλίση, ομάδα 'συκέα συκῆ', Κατηγορία 'συκέα' όπως «συκέα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συκέα < σῦκ(ον) + -έα

Ουσιαστικό

συκέα θηλυκό (συνηρημένο) συκῆ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.