συκαμινιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συκαμινιά | οι | συκαμινιές |
| γενική | της | συκαμινιάς | των | συκαμινιών |
| αιτιατική | τη | συκαμινιά | τις | συκαμινιές |
| κλητική | συκαμινιά | συκαμινιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συκαμινιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συκαμινέα με συνίζηση στην κατάληξη: -ιά < αρχαία ελληνική συκάμινος (θηλυκό)[1] Δε σχετίζεται με το σύκο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ka.miˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐κα‐μι‐νιά
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συκαμινιά
|
- συκαμινιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.