συγκυβέρνησις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

συγκυβέρνησις < συγκυβερνῶ < (ελληνιστική κοινή) συγκυβερνάω, συγκυβερνη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + κυβέρνησις.

Ουσιαστικό

συγκυβέρνησις θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κυβέρνησις, κυβερνῶ, κυβερνέω / κυβερνάω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.