-δόχος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | -δόχος | οι | -δόχοι |
| γενική | του/της | -δόχου | των | -δόχων |
| αιτιατική | τον/τη(ν) | -δόχο | τους/τις | -δόχους |
| κλητική | -δόχε | -δόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -δόχος < ελληνιστική κοινή -δόχος < αρχαία ελληνική -δόκος < δέχομαι
Επίθημα
-δόχος αρσενικό ή θηλυκό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δόχος στο Βικιλεξικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -δόχος < ελληνιστική κοινή -δόχος < αρχαία ελληνική -δόκος < δέχομαι
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -δόχος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δόχος στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.