συγκεντρωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκεντρωτισμός οι συγκεντρωτισμοί
      γενική του συγκεντρωτισμού των συγκεντρωτισμών
    αιτιατική τον συγκεντρωτισμό τους συγκεντρωτισμούς
     κλητική συγκεντρωτισμέ συγκεντρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκεντρωτισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συγκεντρωτισμός αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.