συγκεντρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγκεντρωτικός | η | συγκεντρωτική | το | συγκεντρωτικό |
| γενική | του | συγκεντρωτικού | της | συγκεντρωτικής | του | συγκεντρωτικού |
| αιτιατική | τον | συγκεντρωτικό | τη | συγκεντρωτική | το | συγκεντρωτικό |
| κλητική | συγκεντρωτικέ | συγκεντρωτική | συγκεντρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγκεντρωτικοί | οι | συγκεντρωτικές | τα | συγκεντρωτικά |
| γενική | των | συγκεντρωτικών | των | συγκεντρωτικών | των | συγκεντρωτικών |
| αιτιατική | τους | συγκεντρωτικούς | τις | συγκεντρωτικές | τα | συγκεντρωτικά |
| κλητική | συγκεντρωτικοί | συγκεντρωτικές | συγκεντρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγκεντρωτικός < συγκεντρώνω
Επίθετο
συγκεντρωτικός, -ή, -ό
- που συγκεντρώνει κάτι (πχ παράλληλες ακτίνες φωτός) σε ένα σημείο
- συγκεντρωτικός φακός
- που συγκεντρώνει στοιχεία από διάφορες πηγές και τα παρουσιάζει συνολικά
- στο τέλος του μήνα η επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει συγκεντρωτική κατάσταση των ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλε
- που συγκεντρώνει αρμοδιότητες και εξουσίες σε ένα πρόσωπο ή ομάδα ή κέντρο διοίκησης και λήψης αποφάσεων
- συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος
- (πληροφορική) ότι χαρακτηρίζει ένα κεντρικό σύστημα (εξυπηρετητής, διακομιστής) όπου φιλοξενούνται τα δεδομένα ή και τα προγράμματα και από όπου εξυπηρετούνται οι πελάτες (clients)
- → δείτε τη λέξη πελάτης-εξυπηρετητής (αρχιτεκτονική)
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
συγκεντρωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.