αποκεντρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκεντρωτικός η αποκεντρωτική το αποκεντρωτικό
      γενική του αποκεντρωτικού της αποκεντρωτικής του αποκεντρωτικού
    αιτιατική τον αποκεντρωτικό την αποκεντρωτική το αποκεντρωτικό
     κλητική αποκεντρωτικέ αποκεντρωτική αποκεντρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκεντρωτικοί οι αποκεντρωτικές τα αποκεντρωτικά
      γενική των αποκεντρωτικών των αποκεντρωτικών των αποκεντρωτικών
    αιτιατική τους αποκεντρωτικούς τις αποκεντρωτικές τα αποκεντρωτικά
     κλητική αποκεντρωτικοί αποκεντρωτικές αποκεντρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκεντρωτικός < αποκεντρώνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décentralisateur)

Επίθετο

αποκεντρωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.