centralized

Αγγλικά (en)

Ρηματικός τύπος

centralized (en)

Επίθετο

centralized (en)

  • (πληροφορική) συγκεντρωτικός, ότι φιλοξενείται σε έναν κεντρικό υπολογιστή (εξυπηρετητή, διακομιστή) ενός δικτύου
     δείτε τη λέξη client-server (αρχιτεκτονική)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • centralized στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.