συγκατάβαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκατάβαση | οι | συγκαταβάσεις |
| γενική | της | συγκατάβασης* | των | συγκαταβάσεων |
| αιτιατική | τη | συγκατάβαση | τις | συγκαταβάσεις |
| κλητική | συγκατάβαση | συγκαταβάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαταβάσεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκατάβαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκατάβασις[1] < αρχαία ελληνική συγκαταβαίνω < (σύν) συγ- + (κατά) κατα- + βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋ.ɡaˈta.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκα‐τά‐βα‐ση
Μεταφράσεις
συγκατάβαση
|
Αναφορές
- συγκατάβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.