συβαρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συβαρίτης οι συβαρίτες
      γενική του συβαρίτη των συβαριτών
    αιτιατική τον συβαρίτη τους συβαρίτες
     κλητική συβαρίτη συβαρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συβαρίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Συβαρίτης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sybarite[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.vaˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συβαρίτης

Ουσιαστικό

συβαρίτης αρσενικό (θηλυκό: συβαρίτισσα)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.