πιλαφάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιλαφάς | οι | πιλαφάδες |
| γενική | του | πιλαφά | των | πιλαφάδων |
| αιτιατική | τον | πιλαφά | τους | πιλαφάδες |
| κλητική | πιλαφά | πιλαφάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πιλαφάς αρσενικό
- (ειρωνικό, στρατιωτική αργκό, Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό), ναύτης που υπηρετεί τη θητεία του
- (παρωχημένο) ηδονολάτρης, συβαρίτης [1]
Μεταφράσεις
πιλαφάς
|
|
Αναφορές
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989, ISBN 960-201-087-8), σ. 266.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.