συβαρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συβαρίτισσα | οι | συβαρίτισσες |
| γενική | της | συβαρίτισσας | των | συβαριτισσών |
| αιτιατική | τη | συβαρίτισσα | τις | συβαρίτισσες |
| κλητική | συβαρίτισσα | συβαρίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
συβαρίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.