συβαριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συβαριτικός | η | συβαριτική | το | συβαριτικό |
| γενική | του | συβαριτικού | της | συβαριτικής | του | συβαριτικού |
| αιτιατική | τον | συβαριτικό | τη | συβαριτική | το | συβαριτικό |
| κλητική | συβαριτικέ | συβαριτική | συβαριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συβαριτικοί | οι | συβαριτικές | τα | συβαριτικά |
| γενική | των | συβαριτικών | των | συβαριτικών | των | συβαριτικών |
| αιτιατική | τους | συβαριτικούς | τις | συβαριτικές | τα | συβαριτικά |
| κλητική | συβαριτικοί | συβαριτικές | συβαριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συβαριτικός < αρχαία ελληνική Συβαριτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sybaritique)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συβαρίτης
Μεταφράσεις
συβαριτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.