στωικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στωικισμός οι στωικισμοί
      γενική του στωικισμού των στωικισμών
    αιτιατική τον στωικισμό τους στωικισμούς
     κλητική στωικισμέ στωικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στωικισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική stoicisme < stoiq(ue) (στωικός) + -isme (-ισμός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sto.i.ciˈzmos/

Ουσιαστικό

στωικισμός αρσενικό

  1. η φιλοσοφία των αρχαίων στωικών
  2. στωικότητα, το να είναι κάποιος απαθής, ατάραχος στη ζωή του

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.