στωικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στωικότητα | οι | στωικότητες |
| γενική | της | στωικότητας | των | στωικοτήτων |
| αιτιατική | τη | στωικότητα | τις | στωικότητες |
| κλητική | στωικότητα | στωικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sto.iˈko.ti.ta/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.