συστρατιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συστρατιώτης | οι | συστρατιώτες |
| γενική | του | συστρατιώτη | των | συστρατιωτών |
| αιτιατική | τον | συστρατιώτη | τους | συστρατιώτες |
| κλητική | συστρατιώτη | συστρατιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συστρατιώτης < συ- + στρατιώτης
Μεταφράσεις
συστρατιώτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.