lodge

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
lodge lodges

lodge (en)

Ρήμα

ενεστώτας lodge
γ΄ ενικό ενεστώτα lodges
αόριστος lodged
παθητική μετοχή lodged
ενεργητική μετοχή lodging

lodge (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) υποβάλλω, κάνω επίσημη δήλωση για κάτι σε δημόσιο οργανισμό ή αρχή
    He lodged a claim for damages.
    Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
    She lodged an appeal to a higher court.
    Έκανε έφεση σε ανώτερο δικαστήριο.
  2. (μεταβατικό) στεγάζω, παρέχω σε κάποιον ένα μέρος για να κοιμηθεί ή να ζήσει
    We can’t lodge all these people.
    Δε μπορούμε να στεγάσουμε όλον αυτόν τον κόσμο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη shelter

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.