στερεοτυπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεοτυπικός η στερεοτυπική το στερεοτυπικό
      γενική του στερεοτυπικού της στερεοτυπικής του στερεοτυπικού
    αιτιατική τον στερεοτυπικό τη στερεοτυπική το στερεοτυπικό
     κλητική στερεοτυπικέ στερεοτυπική στερεοτυπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεοτυπικοί οι στερεοτυπικές τα στερεοτυπικά
      γενική των στερεοτυπικών των στερεοτυπικών των στερεοτυπικών
    αιτιατική τους στερεοτυπικούς τις στερεοτυπικές τα στερεοτυπικά
     κλητική στερεοτυπικοί στερεοτυπικές στερεοτυπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στερεοτυπικός < στερεοτυπία

Επίθετο

στερεοτυπικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.