στερεότυπων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στερεότυπων

  1. γενική πληθυντικού του στερεότυπος
  2. γενική πληθυντικού του στερεότυπη
  3. γενική πληθυντικού του στερεότυπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.