στερεοτυπείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στερεοτυπείο | τα | στερεοτυπεία |
| γενική | του | στερεοτυπείου | των | στερεοτυπείων |
| αιτιατική | το | στερεοτυπείο | τα | στερεοτυπεία |
| κλητική | στερεοτυπείο | στερεοτυπεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στερεοτυπείο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στερεοτυπείο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στερεοτυπείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.