στερεοτύπης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στερεοτύπης οι στερεοτύπες
      γενική του στερεοτύπη των στερεοτυπών
    αιτιατική τον στερεοτύπη τους στερεοτύπες
     κλητική στερεοτύπη στερεοτύπες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στερεοτύπης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ste.ɾe.oˈti.pis/

Ουσιαστικό

στερεοτύπης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.