στερεοτυπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοτυπία οι στερεοτυπίες
      γενική της στερεοτυπίας των στερεοτυπιών
    αιτιατική τη στερεοτυπία τις στερεοτυπίες
     κλητική στερεοτυπία στερεοτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στερεοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική stéréotypie[1] < αρχαία ελληνική στερεός + τύπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ste.ɾe.o.tiˈpi.a/

Ουσιαστικό

στερεοτυπία θηλυκό

  1. (τυπογραφία) μέθοδος παραγωγής μιας τυπογραφικής σελίδας από έκτυπη τυπογραφική πλάκα που παράγεται από μήτρα, μέσα στην οποία χύνεται λειωμένο κράμα μολύβδου
  2. στερεότυπο
  3. έλλειψη πρωτοτυπίας
  4. (ιατρική) ανεξήγητη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά (κινήσεις, λέξεις, χειρονομίες) που οφείλεται σε ψυχικούς παράγοντες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.