κολοκυθιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολοκυθιά οι κολοκυθιές
      γενική της κολοκυθιάς των κολοκυθιών
    αιτιατική την κολοκυθιά τις κολοκυθιές
     κλητική κολοκυθιά κολοκυθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολοκυθιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολοκυθέα + -ιά με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας [ea] < κολοκυνθέα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.lo.ciˈθça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολοκυθιά
τονικό παρώνυμο: κολοκύθια

Ουσιαστικό

κολοκυθιά θηλυκό

  1. (φυτό) κοινή ονομασία για τα φυτά που παράγουν κολοκύθια ή κολοκύθες, το γένος Κολοκύνθη (Cucurbita)
  2. ομαδικό παιχνίδι παιχνίδι στο οποίο αμφισβητείται το πόσα κολοκύθια κάνει η κολοκυθιά του καθενός

Εκφράσεις

  • την κολοκυθιά θα παίξουμε τώρα;: δηλωτικό του συνομιλητή ότι η συζήτηση
    1. περιστρέφεται γύρω από άχρηστο και χωρίς νόημα παζάρεμα
      "μού έδωσες πέντε, όχι σου έδωσα τέσσερα, όχι ήταν παραπάνω", την κολοκυθιά θα παίξουμε τώρα;
    2. περιστρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα και δεν καταλήγει πουθενά συνήθως λόγω των αντιρρήσεων του συνομιλητή σε λεπτομέρειες

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.