κοντοστούπης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντοστούπης οι κοντοστούπηδες
      γενική του κοντοστούπη των κοντοστούπηδων
    αιτιατική τον κοντοστούπη τους κοντοστούπηδες
     κλητική κοντοστούπη κοντοστούπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντοστούπης < *κοντοστούμπης[1] < κοντο- + στούμπος[2] < μεσαιωνική ελληνική στοῦμπος[1] / στόμπος

Προφορά

ΔΦΑ : /kon.doˈstu.pis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοντοστούπης

Ουσιαστικό

κοντοστούπης αρσενικό (θηλυκό: κοντοστούπα)

  • κοντοστούμπης, -α, -ικο (δημοτική, επίθετο) [3]

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. κοντοστούπης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.