σπόριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σπόριον | τὰ | σπόριᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σπορίου | τῶν | σπορίων | ||||
| δοτική | τῷ | σπορίῳ | τοῖς | σπορίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σπόριον | τὰ | σπόριᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σπόριον | σπόριᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπορίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπορίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σπόριον (ελληνιστική κοινή) < δάνειο από λέξη των Σαβίνων κατά τον Πλούταρχο (δείτε τη σημασία για τη λατινική spurium στο παρακάτω παράθεμα). Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική σπόρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον.
Ουσιαστικό
σπόριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (υβριστικό) το γυναικείο αιδοίο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά, 2.Αίτια Ρωμαϊκά, 103 (288f) Teubner, vol.2 όπου συζητά και το Σπόριος (λατινική spurius), ως βραχυγραφία σ.π. (σίνε πάτρις sine patris (χωρίς πατέρα).
- […] (→ δείτε σπόριος) τὸ διὰ τῶν αὐτῶν γραμμάτων τό 'σίνε πάτρις' καὶ τὸν Σπόριον γράφεσθαι. λεκτέον δὲ καὶ τὸν ἕτερον λόγον, ἔστι δ’ ἀτοπώτερος· τοὺς γὰρ Σαβίνους φασὶ τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον ὀνομάζειν σπόριον, εἶθ' οἷον ἐφυβρίζοντας οὕτω προσαγορεύειν τὸν ἐκ γυναικὸς ἀγάμου καὶ ἀνεγγύου γεγενημένον.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά, 2.Αίτια Ρωμαϊκά, 103 (288f) Teubner, vol.2 όπου συζητά και το Σπόριος (λατινική spurius), ως βραχυγραφία σ.π. (σίνε πάτρις sine patris (χωρίς πατέρα).
Σημειώσεις
- Διαφορετική σημασία για το νεοελληνικό σπόρι.
Πηγές
- σπόριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.