στόρι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόρι τα στόρια
      γενική
    αιτιατική το στόρι τα στόρια
     κλητική στόρι στόρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
στόρι < (λόγιο δάνειο) γαλλική store + [1]

Ουσιαστικό

στόρι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

  1. παντζούρι με γρίλιες που κλείνει και ανοίγει κάθετα
    κατέβασε τα στόρια γιατί σε λίγο θα μπει ήλιος, αλλά μην τα κλείσεις τελείως
     συνώνυμα: ρολό
  2. εσωτερικό διαχωριστικό πίσω από τζαμαρία
    γείρε λίγο το αριστερό στόρι για να βλέπω δίπλα τι γίνεται

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 1

στόρι < (άμεσο δάνειο) αγγλική story

Ουσιαστικό

στόρι ουδέτερο άκλιτο

  • (οικείο) η πλοκή
    χρειάζεται παράθεμα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.