στόρι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στόρι | τα | στόρια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | στόρι | τα | στόρια |
| κλητική | στόρι | στόρια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- στόρι < (λόγιο δάνειο) γαλλική store + -ι [1]
Ουσιαστικό
στόρι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
- στορ (άκλιτο)
Μεταφράσεις
στόρι
Ετυμολογία 1
- στόρι < (άμεσο δάνειο) αγγλική story
Αναφορές
- στόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.