σπατάληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπατάληση οι σπαταλήσεις
      γενική της σπατάλησης* των σπαταλήσεων
    αιτιατική τη σπατάληση τις σπαταλήσεις
     κλητική σπατάληση σπαταλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπαταλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπατάληση < σπαταλώ + -ση

Ουσιαστικό

σπατάληση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.