κατασπατάληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατασπατάληση | οι | κατασπαταλήσεις |
| γενική | της | κατασπατάλησης* | των | κατασπαταλήσεων |
| αιτιατική | την | κατασπατάληση | τις | κατασπαταλήσεις |
| κλητική | κατασπατάληση | κατασπαταλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατασπαταλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατασπατάληση < κατασπαταλώ + -ση
Μεταφράσεις
κατασπατάληση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.