σπατάλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπατάλημα | τα | σπαταλήματα |
| γενική | του | σπαταλήματος | των | σπαταλημάτων |
| αιτιατική | το | σπατάλημα | τα | σπαταλήματα |
| κλητική | σπατάλημα | σπαταλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπατάλημα < ελληνιστική κοινή σπατάλημα < σπαταλάω < σπατάλη
Μεταφράσεις
σπατάλημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.