ασπατάλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπατάλητος | η | ασπατάλητη | το | ασπατάλητο |
| γενική | του | ασπατάλητου | της | ασπατάλητης | του | ασπατάλητου |
| αιτιατική | τον | ασπατάλητο | την | ασπατάλητη | το | ασπατάλητο |
| κλητική | ασπατάλητε | ασπατάλητη | ασπατάλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπατάλητοι | οι | ασπατάλητες | τα | ασπατάλητα |
| γενική | των | ασπατάλητων | των | ασπατάλητων | των | ασπατάλητων |
| αιτιατική | τους | ασπατάλητους | τις | ασπατάλητες | τα | ασπατάλητα |
| κλητική | ασπατάλητοι | ασπατάλητες | ασπατάλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασπατάλητος < α- + (σπαταλώ) σπαταλη- + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπατάλη
Μεταφράσεις
ασπατάλητος
|
|
Αναφορές
- ασπατάλητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασπατάλητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.