αναγκαίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναγκαίο | τα | αναγκαία |
| γενική | του | αναγκαίου | των | αναγκαίων |
| αιτιατική | το | αναγκαίο | τα | αναγκαία |
| κλητική | αναγκαίο | αναγκαία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αναγκαίο ουδέτερο
- (φιλοσοφία) η αναγκαιότητα
- (παρωχημένο) αποχωρητήριο
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) ουροδοχείο
Μεταφράσεις
αναγκαίο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.