sofa

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
sofa sofas

Ουσιαστικό

sofa (en)

  1. ο σοφάς



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
sofa sofas

Ουσιαστικό

sofa (fr) αρσενικό

  1. ο σοφάς



Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sofa sofy
γενική sofy sof
δοτική sofie sofom
αιτιατική sofę sofy
οργανική sofą sofami
τοπική sofie sofach
κλητική sofo sofy

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɔ.fa/
 

Ουσιαστικό

sofa (pl) θηλυκό

  1. ο καναπές

Συνώνυμα

  • wersalka
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.